- πόμπευση
- η / πόμπευσις, -εύσεως, ΝΑ [πομπεύω]νεοελλ.δημόσιο ρεζίλεμα, διαπόμπευση, πόμπευμααρχ.η τέλεση πομπής, πομπεία*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πόμπευση — η διαπόμπευση, ρεζίλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πομπεύσῃ — πομπεύσηι , πόμπευσις fem dat sg (epic) πομπεύω conduct aor subj mid 2nd sg πομπεύω conduct aor subj act 3rd sg πομπεύω conduct fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)